- ερυθίνος
- ἐρυθῑνος, ὁ (Α)βλ. ερυθρίνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρυθῖνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθῖνοι — ἐρυθῖνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθῖνον — ἐρυθῖνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρίνος — ο (AM ἐρυθρῑνος, Α και ἐρυθῑνος) ζωολ. γένος τελεόστεων ψαριών τής οικογένειας τών σπαριδών, κν. λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. ερυθρ ίνος < ερυθρός. Ο τ. ερυθίνος από το ερυθρίνος με ανομοίωση. Από το αρχ. ερυθρίνος προήλθε και το νεοελλ. λυθρίνι, με… … Dictionary of Greek
ἐρυθίνου — ἐρυθί̱νου , ἐρυθῖνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθίνους — ἐρυθί̱νους , ἐρυθῖνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθίνων — ἐρυθί̱νων , ἐρυθῖνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)